αναπλήρωση — η η αντικατάσταση: Η αναπλήρωσή του είχε γίνει σχεδόν αμέσως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναπληρώσῃ — ἀναπληρώσηι , ἀναπλήρωσις filling up fem dat sg (epic) ἀναπληρόω fill up aor subj mid 2nd sg ἀναπληρόω fill up aor subj act 3rd sg ἀναπληρόω fill up fut ind mid 2nd sg ἀ̱ναπληρώσῃ , ἀναπληρόω fill up futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπληρώσηι — ἀναπλήρωσις filling up fem dat sg (epic) ἀναπληρώσῃ , ἀναπληρόω fill up aor subj mid 2nd sg ἀναπληρώσῃ , ἀναπληρόω fill up aor subj act 3rd sg ἀναπληρώσῃ , ἀναπληρόω fill up fut ind mid 2nd sg ἀ̱ναπληρώσῃ , ἀναπληρόω fill up futperf ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπλήρωμα — το (Α ἀναπλήρωμα) η αναπλήρωση* νεοελλ. αυτό που χρησιμεύει για αναπλήρωση άλλου πράγματος, που παρουσιάζει έλλειψη και είναι φθηνότερο από αυτό … Dictionary of Greek
αντί — (I) και αντίς πρόθ. (AM ἀντί) 1. (για τόπο) απέναντι, αντίκρυ «στάθηκε αντί στο πέλαγο κι αντί στ άγριο το κύμα» (δημοτ. τραγ.) «μηδ ἀντ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῑν» (Ησίοδ.) 2. σε αντάλλαγμα, σε αντικατάσταση «παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ… … Dictionary of Greek
υπεραναπλήρωση — η, Ν (ιατρ. ψυχολ.) ψυχοδυναμικός μηχανισμός άμυνας που χαρακτηρίζεται από συνειδητή ή ασύνειδη υπερβολή στη διόρθωση ή αναπλήρωση μιας πραγματικής ή φανταστικής σωματικής ή ψυχικής αδυναμίας ή ενός ελαττώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + αναπλήρωση … Dictionary of Greek
αναπληρωματικός — ή, ό (Α ἀναπληρωματικός, ή, όν) ο κατάλληλος ή ο προοριζόμενος για αναπλήρωση, δηλ. για συμπλήρωση ελλείψεων, ο συμπληρωματικός ή ο κατάλληλος για αντικατάσταση άλλου … Dictionary of Greek
αναπληστικός — ἀναπληστικός, ή, όν (Α) [ἀναπίμπλημι] 1. ο κατάλληλος για αναπλήρωση, συμπληρωματικός 2. αυτός που παίρνει το σχήμα τού δοχείου που γεμίζει, υγρός, ρευστός … Dictionary of Greek
ανταναπλήρωσις — ἀνταναπλήρωσις, η (Α) η εκ νέου αναπλήρωση … Dictionary of Greek
αντικατάσταση — η (Α ἀντικατάστασις) το να τοποθετείται κάτι η κάποιος στη θέση κάποιου άλλου, η αναπλήρωση νεοελλ. γραμμ. φρ. «χρονική αντικατάσταση» το να βρει κανείς έναν ρηματικό τύπο σε όλους τους χρόνους τους ίδιας έγκλισης «εγκλιτική αντικατάσταση» σε… … Dictionary of Greek